Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ


Θεοδόση Πυλαρινού
Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ, Διθαλάσσου, 24x17, Εκδόσεις Κάρβας, Λευκωσία 2012 
Κυπριακή Βιβλιοφιλία, τόμος στ΄, τ.26, καλοκαίρι 2013, σελ. 42

[Ομιλία στο Σπίτι της Κύπρου, στην Αθήνα, στις 8/4/2013, στην παρουσίαση της εν λόγω συλλογής του Νίκου Νικολάου –Χατζημιχαήλ από τον καθηγητή Θεοδόση Πυλαρινό και τον ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλο.]


 Ο καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός
«Και είπεν ο θεός γενηθήτω φως και εγένετο φως και είδεν ο θεός το φως ότι καλόν και διεχώρισεν ο θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους». Ξεκινώ από τη βιβλική «Γένεση», παραπέμποντας διακει­μενικά στην πρώτη πηγή του φωτός, δί­νοντας δηλαδή έτσι τη θεολογική αίσθη­ση, τον θεόθεν προορισμό, που επιφυ­λάσσει ο Νίκος Νικολάου στη δική του δημιουργία, στο δικό του πρώτο φως της γλυκείας νήσου Κύπρου. Περιέλαβα στο παράθεμα και τον διαχωρισμό φωτός-σκότους, διότι το δεύτερο ποίημα της Διθαλάσσου υποβάλλει διακριτικά την πάλη φωτός και σκότους στον περιούσιο τόπο της καρδιάς του, δηλώνοντας την αντιφατική, όπως δείχνει η εξέλιξή της, εναλλαγή, τη σφοδρή σύγκρουση των αντίρροπων δυνάμεων, που καθιστούν μαρτυρικό και ιστορικά καθαγιασμένο τον τόπο αυτό, ώστε να υπερβαίνει τη συμ­βατική χρονική ακολουθία και να διεκδικεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την οντότητα και την αυθυπαρξία του.

Αυτή τη διαδρομή ο ποιητής επιλέγει προσφυώς να ακολουθήσει, φθάνοντας στο σημείο των ημερών μας και προοιωνιζόμενος την ιστορική και μυθική συνέχεια του μεθιστορικού τόπου του, συζευγνύοντας συνειρμικά και συμβολικά τη βι­βλική Γένεση με την ανάδυση μέσα από τη θάλασσα της Αφροδίτης Κύπρου [σημ.1]: 

Ήρθες
Ανάμεσα από τα φυλλώματα της ελιάς
Κι εγνώρισα

Το ασημί
Την απλότητα
Και την αγάπη.

[...]

Κι ο κόσμος όλος φως.

Το μεγαλείο της φύσης, όπως μας το έδειξε ο Σολωμός, με την καθολική σύμ­πραξη του ουρανού, της γης και της θά­λασσας και με τη γενική συμμετοχή των έμβιων όντων και των οργανισμών της πανίδας και της χλωρίδας, ο Νικολάου δεν το επικαλείται για να προβάλει απλώς την απέριττη ομορφιά της Κύπρου. Το φυσικό αυτό μεγαλείο το αξιοποιεί ως άκρα αντίθεση, αφού αυτή η φαντασμαγορία, η γεμάτη «ομορφιά και χάρη» γίνεται εντονότερη αλλά και ιδιαίτερα πονε­μένη, αυτό το γιορτάσι πλήττεται από τη θλίψη, γιατί αντίμαχες δυνάμεις του κα­κού έρχονται κατά σύστημα να διαταράξουν την αρμονία, να αμαυρώσουν την ομορφιά [σημ.2]:

[...]

Θέλω κι εγώ τον τόπο αυτό τον ζη­λευτό
Και τις κρυμμένες του ομορφιές να τραγουδήσω
Μα η φωνή μου ακούγεται πικρή, λυ­πητερή
Γιατί η μεγάλη συμφορά και τ' άδικο με πνίγει

Κι αντί να τραγουδώ γλυκά σαν τα πουλιά
Θαρκούμαι ανακαλιούμαι.

Ύμνος και θρήνος, επομένως, για τη μάνα γη, άσμα ελεγειακό για τη χαμένη της άνοιξη, μοιρολόι της ομορφιάς ψάλει ο Νίκος Νικολάου, βασισμένο στα συμβάντα που ο «κόσμος ο μικρός και συνάμα ο μέ­γας» της Κύπρου τού υποβάλει, μη επιλέγοντας ωστόσο τα κορυφαία γεγονότα της ιστορίας αλλά τις δραματικές στο μεγαλείο τους στιγμές του. Ύμνος στη μο­ναδικότητα αλλά και τη μοναξιά της, στην αφοπλιστική απλότητα αλλά και την δυστυχία της να αποτελεί το αντικεί­μενο συνεχών επιβουλών. Είναι η φωνή της Κύπρου, με άλλα λόγια, διά στόματος του ποιητή της, φωνή οδύνης και συνάμα μητρικής στοργής και πόνου, που ανακα­λεί στη μνήμη μας την αγέλαστο πέτρα, όπου κάθισε η Δήμητρα για να ανασάνει και να κλάψει τον χαμό της κόρης της [σημ.3]:

Το πουκάμισο του φιδιού
Στην πληγή της σπασμένης φτερού­γας μου
Μέσα στη μοναξιά μου με κατατρώει.
Αυτοί αν έρχονται κοντά μου έρχονται από περιέργεια
Μου τραβούν τα φτερά, δοκιμάζουν τη δύναμή μου
Των άλλων
Φτερούγισμα σπουργιτιών η φυγή.

[...]

Θα έρθει κάποτε η στιγμή
Να ραγίσει αυτή η πλάκα.

Στο σύνθεμα της Διθαλάσσου, διότι πρόκειται για ενιαία σύνθεση και όχι τυ­χαία τοποθετημένα ποιήματα, η πλοκή είναι πυκνά υφασμένη· χωρίς δόση υπερ­βολής δεν περισσεύει λέξη∙ η δομή είναι απέριττη, με ηρεμία δωρική, που ποικίλλε­ται όμως με πονεμένους λυρικούς τόνους και σπάει έτσι η στασιμότητα, οπότε το συναίσθημα διαπερνά βαθιά τον ανα­γνώστη. Με τη Διθαλάσσου, η οποία οδη­γεί στην ανεμόεσσα Καρπασία, τη λωρί­δα του φωτός του ποιητή και γενεαλογι­κή του μήτρα, την ουρά του βοδιού, όπου συναντώνται ο Βορράς με τον Νότο και την βρέχουν δυο θάλασσες, την πανάρ­χαια Αχαιών ακτή, με αυτήν ως αφορμή ξετυλίγει την ιστορία της Κύπρου, ακο­λουθώντας ένα ιδιότυπο λυρικό ρεαλισμό ο ποιητής. Τα γνωστά περιστατικά της γεγονοτολογικής ιστορίας είναι δευτε­ρεύοντα, θα φάνταζαν ασήμαντα μπρο­στά στο δραματικό γεγονός της εισβολής που διαπερνά υπόρρητα ή υπαινικτικά και όχι ονομαστικά όλη τη συλλογή.

Ζούμε τη Μεγάλη Παρασκευή της Κύ­πρου στους στίχους του, την εαρινή πενθηφορία της στο ζενίθ της. Μετά από το πέρασμα όλων των ημερών του θείου δράματος της, είναι η ώρα της μεγάλης κρίσης, του παράδοξου πόνου και του άφατου θρήνου, σε ώρα πάντοτε εαρινή -αυτή η αντίφαση είναι η μοίρα αλλά και η ελπίδα της- γι' αυτό και η θλίψη είναι αβάσταχτη [σημ. 4]:

Τι τύχη κι αυτός
Να βλέπει έτσι την πόλη του!

Για την ακρίβεια
Ένα μέρος της πόλης
Μια λωρίδα χρυσή αμμουδιά
Καταπράσινα περιβόλια
Να κρέμονται από έναν θαλασσή ουρανό.

Τα κάτω άκρα άνω
Φυτεμένα σε συντρίμμια
Τα άνω άκρα κάτω
Με τα δάχτυλα τεντωμένα.

Η πατρίδα ανάποδα γυρισμένη
Χώρεσε στην παλάμη του.

Με εξαιρετική ικανότητα ο Νικολάου παρουσιάζει το μέγεθος της απώλειας και της ανατροπής. Είναι η Αμμόχωστος, είναι η Καρπασία, είναι η Κύπρος, είναι ο μαρτυρικός άνθρωπος τους; Είναι αδιά­φορο το ποιος. Το μέγεθος της απώλειας πρωτεύει, η αίσθηση του θανάτου συν­ταράζει και κινητοποιεί τον αναγνώστη.

Επιλέγει λοιπόν σκηνές της πορείας προς τον Γολγοθά, πτυχές του μαρτυρί­ου και τις παρατάσσει στο συναξάριό του ο Νικολάου: Είναι η συμπάσχουσα φύση καταρχάς, είναι η Ελένη της Καρ­πασίας, η απολεσθείσα Ελένη, είναι τα ματωμένα νερά της Καρπασίας, είναι η δική του παιδική ηλικία και οι μνήμες της, εξορισμένη από την πατρώα γη και την πατρίδα των προγόνων, είναι η λεηλατη­μένη Παναγία η Κανακαριά και οι σφραγί­δες με τα λιοντάρια και τα εμβλήματα των κατά καιρούς κατακτητών, είναι η ανάκληση μέσω αυτών της διαχρονικής διαδρομής της Κύπρου. Είναι και ο τρυπομάζης και τα κρινάκια του γιαλού, τα βράχια και η χαρουπιά με τα σγαρτίλια. Και για να μη λησμονούμε την πολιά αρ­χαιότητα της Κύπρου, είναι τα άλογα της αρχαίας θυσίας, προκρίματα μιας προφη­τικής μοίρας στο ποίημα «Τα Αλογα» Σαλαμίνας: Η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας ήρθε ως «κύμα όλο σκοτάδι / από την άλλη θάλασσα / και σκέπασε τούτη τη γη». Εύλογα ο Νικολάου θα σταματήσει εδώ, θα προσκυνήσει, καλύτερα, τα σε­πτά πάθη της πατρίδας του, στο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Χαράκωμα» [σημ.5]:

Ο άνεμος στριφογυρνούσε μανιασμέ­να
Μέσα στους κλώνους της μικρής αμυ­γδαλιάς
Και τους λευκούς ανθούς σκορπούσε
Στα τέσσερα σημεία∙ καταχνιά!

Μολύβι ο ουρανός περνούσε
Χιλιάδες τ' άνθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι όσο χαμήλωνε αυτά ποθούσαν
Τη θέση τους να πάρουνε επάνω στα κλαδιά.

Ο άνεμος φυσούσε, έπιασε μπόρα
Και σαν τα δάκρυα άνθη και στάλες
Πάνω στο σώμα της αμυγδαλιάς κυ­λούσαν
Και φτάναν στα ριζά για να γεμίσουν
Σκαμμένο και με νούμερο αναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.

«Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε»: για να θυμηθούμε τον στίχο του εμβληματικού ζακύνθιου ποιητή, στο οποίο μας οδηγεί το «Χαράκωμα».

Και η κατακλείδα: ο αιώνιος ποιητής, ο «Ανθέμιος Καλοκαίρης», ο ποιητής Θεοδό­σης Νικολάου, ο δάσκαλος και μυητής του Νίκου Νικολάου, ο ποιητής προφήτης όλων των εποχών, που σύννους και χαρμολυπικός θα στρέψει τα μάτια της ψυχής μας στο όνειρο, στην ελπίδα και όλα θα δείξουν την άλλη, την ευοίωνη και αναστάσιμα προσδοκώμενη όψη τους: και τα νεκρά άλογα θα χτυπήσουν τις οπλές τους τότε στο καλντερίμι, και η πατρίδα θα αναστραφεί και θα επανέλ­θει στην όρθια θέση της, και η σπασμένη φτερούγα θα ιαθεί, και οι άγιοι της Καρ­πασίας θα ξαναλειτουργηθούν, και η πόλη θα ξεπροβάλλει ξανανιωμένη και θα ξαναλάμψει. Όπως γράφει ο ποιητής, «Περιμένουμε τη στιγμή / που τα πουλιά θ' ανοίξουν πάλι τα φτερά τους / και θα ενώσουν τις μικρές κραυγές τους / / όπως τότε...». Το όνειρο του μύστη ποιητή και δασκάλου, απλό και αυτό, καθημερι­νό, δικαιωματικό, αυτονόητο αλλά απο­στερημένο, διατυπώνει ο Νίκος Νικολάου στο αφιερωματικό ποίημα «Ανθέμιος Κα­λοκαίρης», εκφράζοντας με τον πιο απο­καλυπτικό τρόπο τη σκέψη του απλού ανθρώπου, του αδικαίωτου ανθρώπου όλων των εποχών, και συμποσώνοντας στους στίχους του το περιεχόμενο και αί­τημα ολόκληρης της συλλογής:

Χάιδεψε την γκρίζα γενειάδα του
Θαυμάζοντας την ομορφιά
Του φεγγαριού που έλαμπε στον ου­ρανό.

Με συγκίνηση υποκλίθηκε στον τρελό της γειτονιάς
Υψώνοντας τον με χαιρετισμό και με κρυφή χαρά
Που ήταν αδύνατο τα μάτια του να κρύψουν.

Το βραδάκι στην ταβέρνα της γωνιάς, το μαύρο
Στερκό επαίνεσε του τόπου του κρα­σί
Φέρνοντας στο στόμα άρωμα και ποτήρι
Με κίνηση αργή του κεφαλιού και του χεριού
Κρίνοντας πως στη ζωή μας τελικά
Δεν έχει σημασία το τι αλλά το πώς.

Τέλος, τράβηξε για τη σκήτη του
Να ονειρευτεί το πρώτο σπίτι του
Να ονειρευτεί την πρώτη του τη μαγι­κή του πόλη
Προσέχοντας να σταματά, να μην πατά
Τα βατραχάκια που διασταύρωναν τον δρόμο
Έχοντας τα κλοπιμαία της μέρας του στον ώμο
Και στο φεγγάρι ρίχνοντας ματιά ευ­γνωμοσύνης
Τι στον μικρό σκαντζόχοιρο το μονο­πάτι ανάβει.

Η ποίηση του Νικολάου στη Διθαλάσ­σου αποτελεί σπάνιο παράδειγμα λιτό­τητας και πυκνότητας. Τα επιμέρους με­γέθη συναιρούνται στο αδιαίρετο και μο­ναδικό της απώλειας. Είναι βαθιά βιωμένα και χωνεμένα όσα διηγείται ο ποιητής. Εί­ναι αφομοιωμένα και γι' αυτό απέριττα και απλά παρά τη συνθετότητα και πο­λυμορφία τους. Γιατί η μαγεία της ποίησης και η πειθώ της έγκειται στην απόδοση με την έσχατη απλότητα των πιο σύνθετων φαινομένων, στην αποτύπωση του ζη­τούμενου, ει δυνατόν, μονολεκτικά, μονοφραστικά. Την ενότητα, εξάλλου, επιδιώ­κουν οι μεγάλες αντιθέσεις, του αρχαίου προς το σύγχρονο, του βορρά προς τον νότο, του πόνου προς τη χαρά, της ζωής προς τον θάνατο, που καταγράφει με τη νομοτέλεια φυσικών φαινομένων ο ποι­ητής. Το πάθος λοιπόν της Κύπρου με επιλεγμένα κινηματογραφικά καρέ περ­νά μπροστά από τους οφθαλμούς μας, φθάνοντας έως την ώρα της σταύρωσης, αφήνοντας εκκρεμή αλλά σαφώς επικείμενη την αναστάσιμη ημέρα. Όλα προμη­νύουν, όλα αναμένουν την ανάσταση και την αποκατάσταση, η φύση, τα δημιουρ­γήματα της, έμψυχα και άψυχα, οι άνθρω­ποι. Και η Ελένη της Καρπασίας προαναγγέλλει την έλευση της μελλοντικής Ελένης της Κύπρου.

Η γραφή του Νικολάου είναι κρουστά συνυφασμένη με τη γλώσσα του. Γλώσσα απλή, υποβλητική, μελωδικά λυρική, άλλο­τε δραματική, άλλοτε υμνητική, αποδίδει θαυμαστά το περιεχόμενο των συνθεμά­των του. Λέξεις απλές, έντεχνα αρμοσμένες, όπου η φύση πυροδοτεί το συναίσθημα και το μεταβολίζει σε πόνο ή σε ελπίδα, με προσφυώς παρεμβαλλόμενο διακειμε­νικό υλικό, συναφές με την ιστορία του τό­που, αποδίδει εν τέλει τη μεγάλη μοναξιά και τον πόνο της εγκατάλειψης από θε­ούς και ανθρώπους τού σθεναρά μαχόμε­νου και ανθιστάμενου επί αιώνες κυπριακού χώρου. Οι φράσεις της κυπριακής λαλιάς, αντλημένες είτε από το στόμα του λαού είτε από τη λαϊκή του παράδοση είτε από τους ποιητές του (ο Βασίλης Μιχαη­λίδης άμεσα και ο Θεοδόσης Νικολάου υπόρρητα συνιστούν δύο διδακτικά δείγ­ματα) εντείνουν την αίσθηση του εγκλει­σμού εντός των απομονωμένων κυπρια­κών τειχών και του διηνεκούς αγώνα για επιβίωση. Η λεκτική εξάλλου μεταφορά στο απώτατο, το απώτερο και το εγγύς παρελθόν, στην αρχαιότητα, στο Βυζάν­τιο, στο 1821, δοσμένη μέσα από τα σύμ­βολα των αλόγων της Σαλαμίνας, της Παναγιάς της Κανακαριάς, της «9ης Ιουλί­ου 1821», της Ελένης του 1928, του εμβλη­ματικού δάσκαλου ποιητή, αυτή τη δια­χρονική αγωνία υποδηλώνει και την ελλη­νική ταυτότητα του χώρου διεκδικεί.

Στη Διθαλάσσου «ξεκινούν οι ιστορίες που ονειρεύτηκαν» τα πουλιά και τα τραγούδια με τις «ουράνιες νότες» του αείφυλλου αόρατου, του ακατάβλητου θά­μνου του ποιητή. Οι ιστορίες και τα τρα­γούδια αυτά ύμνοι της φύσης και της κυπριακής γης και των ανθρώπων της, αλλά και μαρτυρολόγια των παιδιών της και ελεγεία για το αίμα που δεν έπαψε να αναβλύζει, συντέμνουν και συναιρούν τον χρόνο, ώστε σαν ρόδακας που «ολοένα γυρίζει μια μπροστά και μια πίσω» και προχωρεί από τον παλιό καιρό προς τις μέρες που θάρθουν, αποκαλύπτουν το μωσαϊκό «της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας», σε μια πανοραματική θεώρη­ση του αδιαίρετου σώματος της. Ο χρό­νος του μετριέται με μια παράδοξη κλεψύ­δρα που αναστρέφεται επάπειρον, κάθε φορά που θα μεταγγιστεί το υλικό της από τον ένα στον άλλο κώνο της

Η συλλογή του Νίκου Νικολάου δεν αποτελεί ιστορική περιήγηση στα σημεία του πάθους του νησιού του, ούτε ρομαν­τική αναπόληση της χαμένης παιδικότη­τας. Είναι η αντίσταση στον ευνουχισμό της μνήμης, η αντιστράτευση στην απα­γόρευση, έστω διά της μνήμης, την προ­σέγγιση των ιερών και οσίων ενός λαού που διεκδικεί επί αιώνες το δικαίωμα στη ζωή και στην προάσπιση της ταυτότητας του, Είναι τελικά η αντίδραση σ' αυτούς που σκόπιμα ή αφελώς συντελούν στην υπονόμευση της ιερότητας του νόστου [σημ.6]: 

Σημειώσεις:

1. βλ. σ.15, «Φως».
2. βλ. σ.16, «Πρωινή Συμφωνία».
3. βλ. σ.37, «Μονόλογος». 
4. βλ. σ.36, «΄΄Σαλαμίνια΄΄»
5. βλ. σ. 31.
6. Ομιλία στο Σπίτι της Κύπρου, στην Αθήνα, στις 8/4/2013, στην παρουσίαση της εν λόγω συλλογής του Νίκου Νικολάου –Χατζημιχαήλ από τον καθηγητή της Λογοτεχνίας Θεοδόση Πυλαρινό και τον ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλο.


--------------------------------
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ 
του
ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ
 --------------------------------
Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ασχολείται ειδικότερα με την Επτανησιακή σχολή, την Κυπριακή λογοτεχνία, το γλωσσικό ζήτημα. Συνεργάστηκε σε πολλά λογοτεχνικά και επιστημονικά περιοδικά, γράφοντας άρθρα, μελέτες και κριτικές. Είναι σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού Πόρφυρας και επιστημονικός υπεύθυνος των Κερκυραϊκών Χρονικών. Επιμελήθηκε αφιερωματικούς τόμους και ειδικά τεύχη των περιοδικών Πόρφυρας, Σίσυφος και Πάροδος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου